- οἰκτρόφωνος
- οἰκτρό-φωνος, ον,A with piteous voice, Sch.Il.17.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οικτρόφωνος — οἰκτρόφωνος, ον (Α) αυτός που έχει οικτρή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + φωνος (< φωνή), πρβλ. ισχυρό φωνος, λαμπρό φωνος] … Dictionary of Greek
οἰκτρόφωνος — with piteous voice masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτροφώνῳ — οἰκτρόφωνος with piteous voice masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek